καταπαστος

καταπαστος
    κατάπαστος
    κατά-παστος
    2
    1) усеянный, т.е. сплошь покрытый
    

(στεφάνοις Arph.)

    2) пестро вышитый, расшитый
    

(ἀλουργίς Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καταπαστος" в других словарях:

  • κατάπαστος — κατάπαστος, ον (Α) [καταπάσσω] 1. καλά πασπαλισμένος 2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.) 2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.) 3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα …   Dictionary of Greek

  • κατάπαστος — besprinkled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαστον — κατάπαστος besprinkled masc/fem acc sg κατάπαστος besprinkled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπάστοις — κατάπαστος besprinkled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαστα — κατάπαστος besprinkled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαστοι — κατάπαστος besprinkled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»